- ὠφελημένος
- ὠφελέωhelpperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… … Dictionary of Greek
ωφελώ — ὠφελῶ, έω, ΝΜΑ 1. παρέχω ωφέλεια, κάνω καλό σε κάποιον, βοηθώ, εξυπηρετώ (α. «οι διακοπές τόν ωφέλησαν πολύ» β. «τὰ μηδέν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. μέσ. ωφελούμαι και ὠφελοῡμαι, έομαι έχω ώφελος, έχω συμφέρον, κερδίζω (α. «βγήκε… … Dictionary of Greek
ωφελούμαι — ωφελούμαι, ωφελήθηκα, ωφελημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ωφελώ — ωφέλησα, ωφελήθηκα, ωφελημένος 1. προξενώ ωφέλεια, εξυπηρετώ, είμαι ωφέλιμος, κάνω καλό: Τον ωφέλησε η αλλαγή κλίματος. 2. το μέσο, ωφελούμαι έχω όφελος, κερδίζω: Τίποτε δεν ωφελήθηκα απ αυτή τη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)